- παρέχωσε
- παραχώννυμιthrow up besideaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραχώνω — παραχώννυμι ΝΑ επιχωματώνω, καλύπτω κοίλο ή ανώμαλο τμήμα τού εδάφους με χώμα νεοελλ. 1. χώνω κάτι πιο βαθιά από όσο πρέπει 2. ειρων. θάβω νεκρό, ενταφιάζω 3. φρ. «παραχώνομαι σε κάποιον» ενοχλώ ή προκαλώ υπερβολικά κάποιον αρχ. καλύπτω με χώμα… … Dictionary of Greek